- Πολυνείκης
- Πολυνείκηςmasc acc pl (attic epic doric)Πολυνείκηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Πολυνείκηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυνεικής — much wrangling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνεικής — Γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Όταν ο αδελφός του Ετεοκλής τον έδιωξε από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος, όπου ο βασιλιάς Άδραστος του έδωσε γυναίκα την κόρη του Αργία. Μονομάχησε για το θρόνο με τον αδελφό του Ετεοκλή, και σκοτώθηκαν και οι… … Dictionary of Greek
Ετεοκλής και Πολυνείκης — Μυθολογικά πρόσωπα. Δίδυμοι γιοι του Οιδίποδα και της Ιοκάστης. Κατά τον μύθο –που έγινε πασίγνωστος με την τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις– το μίσος χώρισε τα δύο αδέλφια, γιατί ο Ε. αρνήθηκε να παραδώσει τον θρόνο στον αδελφό του, όπως… … Dictionary of Greek
πολυνεικῆ — πολυνεικής much wrangling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυνεικής much wrangling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυνεικής much wrangling masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυνείκει — Πολυνείκης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Πολυνείκεϊ , Πολυνείκης masc dat sg (epic ionic) Πολυνείκης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνεικεῖς — πολυνεικής much wrangling masc/fem acc pl πολυνεικής much wrangling masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυνείκη — Πολυνείκης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Πολυνείκης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Полиник — (Πολυνείκης) сын Эдипа (см.) и Иокасты, брат Этеокла, Антигоны и Исмены. Когда Эдип ослепил себя, Этеокл и П. решили царствовать поочередно по году, причем нецарствующий должен был проводить этот год в изгнании. Полиник, как младший, первый… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πολυνείκεος — Πολυνείκης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πολυνείκην — Πολυνείκης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)